Νίκος Γκάτσος: “Έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί..."

Ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στο χώρο των τεχνών στην Ελλάδα. Φεύγει από τη ζωή στις 12 Μαΐου 1992, έχοντας φροντίσει να αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη που θα συντροφεύει τον καθένα και την καθεμία μας για πολλές ακόμα γενιές. 

Το 1943 κυκλοφορεί η "Αμοργός", ίσως το κορυφαίο ποιητικό του έργο, ταυτόχρονα όμως , μέσα από την συνεισφορά του στην ελληνική μουσική και την πολυετή συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο Νίκος Γκάτσος καταφέρνει να κάνει την ποίηση του να τραγουδιέται από όλους.

Ο Νίκος Γκάτσος είδε τους στίχους και τα ποιήματα του να μελοποιούνται από τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες. Εκτός από τον Χατζιδάκι, συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και πολλούς άλλους. Η ζωή του όμως δεν ήταν πάντα τόσο απλή. 

Γεννήθηκε σε μια μικρή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική για να μπορέσει να συντηρήσει οικονομικά την οικογένεια του και άφησε τα παιδιά με την μητέρα τους πίσω στην Ελλάδα. Το 1916, στο ταξίδι της επιστροφής του από την Ελλάδα στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας του Γκάτσου πεθαίνει στο πλοίο, από πνευμονία. Η σορός του πετάχτηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό, μόλις δύο ώρες έξω από το λιμάνι. Η οικογένεια του ενημερώνεται έναν ολόκληρο μήνα αργότερα και ο θρήνος της μητέρας του τρόμαξε τόσο πολύ τον Νίκο, που τα χέρια του από τότε έτρεμαν σε όλη του τη ζωή. 

Η Ασέα, γενέτειρα του Νίκου Γκάτσου. 

Ο Γκάτσος φεύγει από την Αρκαδία για την Αθήνα μόλις κλείνει τα 18 για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών και ξεκινάει να γράφει σε περιοδικά της εποχής. Το πρώτο ποίημα που δημοσιεύει είναι το “Της μοναξιάς”. Λίγο αργότερα, το 1936, γνωρίζεται με τον Οδυσσέα Ελύτη και γίνονται αμέσως στενοί φίλοι. Εργάστηκαν μαζί στα “Νέα Γράμματα”, ενώ ίδρυσαν και το φιλολογικό καφενείο “Ηραίον”.

Ο Γκάτσος σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα.

Συμμετέχει στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και με την επιστροφή του, κατά τη διάρκεια της κατοχής κυκλοφορεί το μοναδικό του ολοκληρωμένο ποιητικό έργο, την “Αμοργό”. Το έργο αποτελείται από έξι μέρη και έχει επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία. 

Ο Οδυσσέας με το Νίκο Γάτσο. 

Την ίδια χρονιά, στο πατάρι του Λουμίδη στην οδό Σταδίου εμφανίζεται ένας 17χρονος μουσικός. Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Κανείς από τους παρευρισκομένους δεν του έδωσε σημασία, αλλά εκείνος επίμονα τους ζήτησε να τον ακούσουν να παίζει στο πιάνο τις συνθέσεις του. Αυτή ήταν και η αρχή μιας πολύ μεγάλης και δυνατής φιλίας μεταξύ των δύο.

Ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι και τον Θοδωράκη σε ηχογράφηση

 

Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έλεγε για εκείνον, πως η μεγάλη του διαφορά από τους άλλους στιχουργούς ήταν ότι ο Γκάτσος ξεκινούσε πάντα με αφετηρία την ποίηση, “Και στις μεγαλύτερές του στιγμές στο τραγούδι, φτιάχνει αριστουργήματα. Όπως λογουχάρη αυτά που έγραψε για τη δική μου “Μυθολογία”. Δεν θα μπορούσε ποτέ κανένας στιχουργός να διανοηθεί και να γράψει τέτοια ποιητικά κείμενα για τραγούδι”.

 

Από το Χάρτινο το Φεγγαράκι έως το Μάνα μου Ελλάς, η ποίηση του Γκάτσου διακατέχεται από έναν  τόσο έντονο συναισθηματισμό και μια λιτότητα, που την ίδια στιγμή μπορεί να διαβαστεί και να τραγουδηθεί ως μέρος της λαϊκής παράδοσης, αλλά και ως αναφαίρετο τμήμα του ελληνικού υπερρεαλισμού. Όπως είχε πει ο  Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος “Έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι”.