Facebook Pixel

ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ

32 ΚΟΜΜΑΤΙΑ
ΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Ειδική Τιμή 13,95 € was 15,50 €
SKU
BK337679-1
Αποστολή σε 2-5 εργάσιμες ημέρες - Υπό την προϋπόθεση αποθέματος από τον εκδότη

 Δεν έλεγες στη Ματίλντε πού δούλευες τα βράδια. Κι ας το ζητούσε. Στην αρχή. Μετά σταμάτησε. Μερικές φορές έγραφες τη διεύθυνση με το χοντρό μολύβι σ’ ένα από τα μικρά τετράγωνα κομμάτια εφημερίδας που έκοβε εκείνη ίσα το ένα με το άλλο. Τα ετοίμαζε και τα έβρισκες δίπλα στο κασελάκι με τα ραφτικά της. Ήθελε να ξέρει πού παίζεις, σε ποια αίθουσα ή νυχτερινό κέντρο, για να σ’ αναζητήσει αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Λιγότερες φορές όσο περνούσε ο καιρός. Περιδίνηση του κόσμου με την απελπισία για μέτρο της. Σαν μουσικό θέμα. Σαν επανάληψη. Τρία-τέσσερα μέτρα. Ρόντο, η μουσική απομακρύνεται, επανέρχεται δύο και τρεις φορές στο αρχικό της θέμα. Παραδίνεται σε μια ξέφρενη περιστροφή γύρω από μια νότα, ντο δίεση. Μη φύγεις, της έλεγες. Όχι τώρα. Ένιωθες την ανάγκη να απελπιστείς. Ήσουν σίγουρος πως στο τέλος αυτό δεν θα γινόταν. Δεν θα σ’ άφηνε. Τη χρειαζόσουν. Της το έλεγες κάθε τόσο. Ακουγόταν σαν επωδός. Σαν προσευχή. Σαν πνιχτή κραυγή. Σαν χαιρετισμός. Σαν σιωπή. Η μικρή Άρτεμη σε κοίταζε με συγκρατημένη χαρά. Κρατούσε σφιχτά την πάνινη κούκλα της. Σήκωνε το κεφάλι της από το χαλί και σας άκουγε να μιλάτε χαμηλόφωνα. Όρθιοι. Η Ματίλντε σ’ αγκάλιαζε. Την έσφιγγες από τη μέση. Τίποτα κακό δεν θα γίνει. Τη σήκωνες στον αέρα, αγκαλιαζόσασταν, παρασέρνατε έπειτα και τη μικρή, χάδια και οι τρεις πριν καθίσετε στο τραπέζι ή όταν ερχόταν η ώρα να τη βάλετε για ύπνο. Τη νανούριζε όταν έπαιζες το βιολί ή ξυπνούσε χαμογελώντας από τη μουσική στον φωνόγραφο. Έκλει- νες τα μάτια, ήθελες να νιώσεις πώς είναι μέσα στο μυαλό της κόρης σου. Ξάπλωνες ανάσκελα στο πάτωμα, γύρναγες στο πλάι μαζεύοντας ψηλά τα γόνατα. Ζούσες νοερά πάλι μαζί τους έχοντας γυρίσει ένα βράδυ, βρίσκοντας άδειο το σπίτι. Πεσμένα στα βαμμένα σανίδια της κουζίνας τα κομμένα κομμάτια από τις εφημερίδες. Τις έβλεπες κλείνοντας τα μάτια σου. Τη μικρή να έχει σταματήσει το κλάμα και να κοιτάει εκστατική την κούκλα με τα μισοσβησμένα χείλη. Κολλούσε το στόμα της πάνω τους, όπως έβλεπε τον Φάτι και τη Μούτι. Ξύπνησες, μωρό μου; Γυρνούσε, σε κοιτούσε ανασηκώνοντας τα μπουκλάκια της. Απορημένη. Γιατί δεν μιλάς πια για τη Ματίλντε ή για το αβάφτιστο που χάσατε, τον μικρό σας σιωπηλό άγγελο; Σαν να τους έχεις παραχώσει στη σκοτεινιά όπως τα χέρια σου στις τσέπες του παλτού σου.

Δεν έλεγες στη Ματίλντε πού δούλευες τα βράδια. Κι ας το ζητούσε. Στην αρχή. Μετά σταμάτησε. Μερικές φορές έγραφες τη διεύθυνση με το χοντρό μολύβι σ’ ένα από τα μικρά τετράγωνα κομμάτια εφημερίδας που έκοβε εκείνη ίσα το ένα με το άλλο. Τα ετοίμαζε και τα έβρισκες δίπλα στο κασελάκι με τα ραφτικά της. Ήθελε να ξέρει πού παίζεις, σε ποια αίθουσα ή νυχτερινό κέντρο, για να σ’ αναζητήσει αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Λιγότερες φορές όσο περνούσε ο καιρός. Περιδίνηση του κόσμου με την απελπισία για μέτρο της. Σαν μουσικό θέμα. Σαν επανάληψη. Τρία-τέσσερα μέτρα. Ρόντο, η μουσική απομακρύνεται, επανέρχεται δύο και τρεις φορές στο αρχικό της θέμα. Παραδίνεται σε μια ξέφρενη περιστροφή γύρω από μια νότα, ντο δίεση. Μη φύγεις, της έλεγες. Όχι τώρα. Ένιωθες την ανάγκη να απελπιστείς. Ήσουν σίγουρος πως στο τέλος αυτό δεν θα γινόταν. Δεν θα σ’ άφηνε. Τη χρειαζόσουν. Της το έλεγες κάθε τόσο. Ακουγόταν σαν επωδός. Σαν προσευχή. Σαν πνιχτή κραυγή. Σαν χαιρετισμός. Σαν σιωπή. Η μικρή Άρτεμη σε κοίταζε με συγκρατημένη χαρά. Κρατούσε σφιχτά την πάνινη κούκλα της. Σήκωνε το κεφάλι της από το χαλί και σας άκουγε να μιλάτε χαμηλόφωνα. Όρθιοι. Η Ματίλντε σ’ αγκάλιαζε. Την έσφιγγες από τη μέση. Τίποτα κακό δεν θα γίνει. Τη σήκωνες στον αέρα, αγκαλιαζόσασταν, παρασέρνατε έπειτα και τη μικρή, χάδια και οι τρεις πριν καθίσετε στο τραπέζι ή όταν ερχόταν η ώρα να τη βάλετε για ύπνο. Τη νανούριζε όταν έπαιζες το βιολί ή ξυπνούσε χαμογελώντας από τη μουσική στον φωνόγραφο. Έκλει- νες τα μάτια, ήθελες να νιώσεις πώς είναι μέσα στο μυαλό της κόρης σου. Ξάπλωνες ανάσκελα στο πάτωμα, γύρναγες στο πλάι μαζεύοντας ψηλά τα γόνατα. Ζούσες νοερά πάλι μαζί τους έχοντας γυρίσει ένα βράδυ, βρίσκοντας άδειο το σπίτι. Πεσμένα στα βαμμένα σανίδια της κουζίνας τα κομμένα κομμάτια από τις εφημερίδες. Τις έβλεπες κλείνοντας τα μάτια σου. Τη μικρή να έχει σταματήσει το κλάμα και να κοιτάει εκστατική την κούκλα με τα μισοσβησμένα χείλη. Κολλούσε το στόμα της πάνω τους, όπως έβλεπε τον Φάτι και τη Μούτι. Ξύπνησες, μωρό μου; Γυρνούσε, σε κοιτούσε ανασηκώνοντας τα μπουκλάκια της. Απορημένη. Γιατί δεν μιλάς πια για τη Ματίλντε ή για το αβάφτιστο που χάσατε, τον μικρό σας σιωπηλό άγγελο; Σαν να τους έχεις παραχώσει στη σκοτεινιά όπως τα χέρια σου στις τσέπες του παλτού σου.
      Πάμε πάλι. Από την αρχή. Ποια αρχή; Την αρχή της αρχής; Της μέσης ή του τέλους; Μιαν αρχή. Στον δρόμο για το σπίτι δεν συνάντησες κανέναν. Βιαζόσουν να γυρίσεις. Περασμένα μεσάνυχτα. Κρατούσες τη θήκη με το βιολί. Δεν είχε τραμ τέτοια ώρα. Δεξιά από την Πότσνταμερ Πλατς μέχρι τη Νίρνμπεργκερστρασε με τα πόδια. Λιγοστά αυτοκίνητα. Κλάξον. Τάχυνες το βήμα σου. Έξω από το Ρομάνισες Καφέ φωνές, φασαρία. Πέρασες απέναντι. Είχαν περικυκλώσει δυο νεαρούς που αφισοκολλούσαν. Η σκάλα μια έπεφτε, μια την έστηναν. Φαιοχίτωνες. Πρόλαβες να τους δεις. Στερέωσες τα γυαλιά σου. Μετά κοιτούσες κάτω. Η παλάμη σου στην τσέπη του παλτού τσαλάκωνε χάρτινα μισοσκισμένα μάρκα. Ο μηχανικός της σκηνής σού ζήτησε ένα εκατομμύριο για λίγο ψωμί. Ο Χανς Όμπερμαν με το ιδρωμένο κούτελο και το στενό σακάκι. «Χερ Νίκος, μπίτε», και άπλωσε το χέρι του. Η ταινία της εβδομάδας, ένα γερμανικό μελόδραμα, η Δυνατή Μητέρα, παραγωγή της ουφα. Από τις οχτώ μέχρι τις δώδεκα για τις δύο παραστάσεις έπαιζες στο πιάνο κάτω από την οθόνη. Κατάφερες να πείσεις τον αιθουσάρχη να σε κρατήσει και την άλλη εβδομάδα. Στη θήκη του βιολιού σου είχες το μαντίλι σου, ένα σπιρτόκουτο, ένα μισοάδειο σακούλι με καπνό και διπλωμένη την Berliner Morgenpost. Έπαιζες ένα θέμα από την εισαγωγή στο Λυκόφως των Θεών. «Εξαιρετικό», είχε φωνάξει το αφεντικό, πετώντας μακριά το τσιγάρο του. «Από αύριο εδώ στις οχτώ. Σαράντα εκατομμύρια μέχρι και την Κυριακή». Γέμιζε η σάλα κάθε βράδυ και ούτε θυμάσαι την υπόθεση. Παράλλαζες, αρχίζοντας από τη μέση, το έφτανες στο τέλος και τελείωνες με την αρχή ανάμεσα σε δυνατές φωνές, σφυρίγματα και ποδοβολητά με βρισιές όταν ο Εβραίος ενεχυροδανειστής άνοιγε την πόρτα και έδιωχνε την ηρωίδα δείχνοντας με το δάχτυλο την έξοδο. Κρεσέντο.

Περισσότερες Πληροφορίες
ΣυγγραφέαςΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΕκδότηςLOGGIA
Barcode9786188474499
ISBN978-618-84744-9-9
Σελίδες168
Έτος παραγωγής2022
Ημερομηνία κυκλοφορίας21 Δεκ 2022
ΔιαθεσιμότηταΑποστολή σε 2-5 εργάσιμες ημέρες - Υπό την προϋπόθεση αποθέματος από τον εκδότη
Γράψτε τη Δική σας Αξιολόγηση
Αξιολογείτε:ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ
Η Βαθμολογία σας
Back to Top