Νίκος Καββαδίας: Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

Ο Νίκος Καββαδίας είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους, αλλά κυρίως πιο πολυ0τραγουδισμένους ποιητές της χώρας μας. Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Ουσουρίσκ της Ρωσίας και έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου 1975 στην Αθήνα. Τα ποιήματα του έχει υπολογιστεί ότι επανεκδίδονται σε διαφορετικές μορφές σχεδόν κάθε δέκα μήνες και παρόλο που για πολλούς οι λέξεις του είναι ακατανόητες, έχουν καταφέρει να γίνουν άρρηκτο κομμάτι της συλλογικής μας συνείδησης. 

Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια
ποὺ σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.

Στὰ νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει,
χρόνια στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει,
«ὁ μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»

Kuro Siwo

 

Η οικογένεια του Καββαδία μεταναστεύει από τη Ρωσία στην Ελλάδα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εγκαθίσταται στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, απ' όπου κατάγοταν η οικογένεια της μητέρας του. Ο πατέρας του, λίγο αργότερα, επιστρέφει στη Ρωσία, όπου διατηρούσε εμπορικές επιχειρήσεις, όμως με την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, καταστρέφεται οικονομικά και το 1921 επιστρέφει στην Ελλάδα, πλήρως ανήμπορος να ανακάμψει ψυχικά και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. 

Η οικογένεια φεύγει για τον Πειραιά και ο Καββαδίας τελειώνει εκεί το Γυμνάσιο, γράφοντας και εκδίδοντας σε μικρά περιοδικά τα πρώτα του ποιήματα. Δίνει εξετάσεις για την Ιατρική, όμως ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εργαστεί σε ναυτική εταιρεία. Το 1933 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού και ήδη έχει αρχίσει να εισχωρεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. 

Το 1940 φεύγει για την Αλβανία για να πολεμήσει, αλλά με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει στην Αθήνα. Γίνεται μέλος της Εθνικής Αντίστασης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μέλος του ΚΚΕ. Παρά το γεγονός ότι είχε εκδόσει μονάχα μια συλλογή έως τότε, καταφέρνει να γίνει μέλος της Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών. Εκεί γνωρίζει πολλούς λογοτέχνες της εποχής, όπως τον Νικηφόρο Βρεττάκο. Το 1947 εκδίδεται η δεύτερη συλλογή του, το Πούσι. 

Ο Καββαδίας υπήρξε σαράντα χρόνια ναυτικός, στη θέση του ασυρματιστή και η ποίηση του μίλησε ανοιχτά και θαρραλέα για τις δυσκολίες της ζωής στα καράβια, για την αγριότητα και τη μοναξιά, για τις ασθένειες και για την μαγεία που ασκεί η επικίνδυνη θάλασσα σε όσους την υπηρετούν. Η θάλασσα ήταν για εκείνον αστείρευτη πηγή έμπνευσης και ενώ του έδωσε πολλές φορές μεγάλη χαρά, άλλες φορές του έδωσε μεγάλες λύπες. Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα ταξιδεύει διαρκώς με ολιγοήμερα διαλείμματα, έως το 1974. Το 1957 κυκλοφορεί η Βάρδια, και προοδευτικά το έργο αρχίζει να μεταφράζεται στο εξωτερικό.

Η μεγάλη καταξίωση έρχεται με τη μελοποίηση του έργου του από τον Θάνο Μικρούτσικο και άλλους συνθέτες, όμως ευρέως γνωστός γίνεται μετά το θάνατο του. 

Ο Καββαδίας ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, μίλησε για εξωτικούς πολιτισμούς, για λιμάνια και για τις γυναίκες που τον σημάδεψαν από χώρα σε χώρα. Η ποίηση του, για πολλούς αναλυτές, είναι άρτια, με δεξιοτεχνία στην ομοιοκαταληξία και φοβερό συναισθηματισμό. Μάλιστα λέξεις και όροι που χρησιμοποίησε εντάχθηκαν στο λεξιλόγιο μας και έως σήμερα, αποτελούν μέρος της καθημερινής μας γλώσσας. 

 

Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.

«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει

Ἕνα μαχαίρι