Ντίνος Χριστιανόπουλος: Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας

Πιθανότατα ήταν ένας από τους τολμηρότερους και πιο ανατρεπτικούς Έλληνες λογοτέχνες. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ή ορθότερα ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, γεννιέται στις 20 Μαρτίου 1931 στη Θεσσαλονίκη, με μυστηριώδη καταγωγή. Κανείς δε γνωρίζει με βεβαιότητα από που προέρχονταν οι γονείς του, όμως η επικρατέστερη άποψη λέει πως ήταν οικογένεια Κωνσταντινοπολιτών. Ήταν ένα πολύ ντροπαλό και μοναχικό παιδί, το οποίο βίωσε με τον δυσκολότερο τρόπο, στην πιο ευαίσθητη ηλικία, τα χρόνια του πολέμου. 

Η ένδεια και ο πόλεμος 

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η οικογένεια βίωνε την απόλυτη φτώχεια και ο μικρός "Λάκης", όπως τον φώναζαν, λόγω του θείου του Άγγελου που είχε πεθάνει, βρέθηκε δύο φορές αντιμέτωπος με τον κίνδυνο του θανάτου από ασιτία. Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, μητέρα και γιος αποφάσισαν να ξαπλώσουν έξω από την εκκλησία της Παναγίας των Χαλκέων, όπου κάθε πρωί περνούσε καρότσα του δήμου για να συλλέξει όσους είχαν καταρρεύσει από την πείνα. Αν δεν τους είχε παρατηρήσει μια γειτόνισσα, πιθανόν να μην επιβίωναν.

Εκείνη την εποχή, ήταν μαθητής στο οκτατάξιο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Όπως πολλοί άλλοι συμμαθητές του, πήγαινε και στο κατηχητικό, ειδικά επειδή προσέφερε σίτιση.  Εκεί γνώρισε τον πνευματικό του πατέρα, τον Βασίλη Χατζηανδρέου, ο οποίος τον ενθάρρυνε να εξερευνήσει την ποίηση, παρουσιάζοντάς του ποιητές που δεν ακολουθούσαν απαραίτητα τη χριστιανική διδασκαλία.

Την ίδια εποχή γνωρίστηκε επίσης με τον Γιώργο Ιωάννου και τον Δημήτρη Μαρωνίτη. Η πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης και οι άνθρωποι που την απάρτιζαν εξηγεί πως διαμορφώθηκε η κοσμοθεωρία, τα πατριωτικά και θρησκευτικά συναισθήματα του ποιητή, καθώς και πως κατέληξε στην απόρριψη της υποκριτικής ηθικής αργότερα στη ζωή του.

Τα πρώτα βήματα στην ποίηση 

Ακριβώς την ίδια περίοδο, με τρομερές οικονομικές θυσίες, έγινε συνδρομητής στο παιδικό περιοδικό "Ελληνόπουλο" με το ψευδώνυμο "Το Χριστιανόπουλο". Εκεί δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, "Παράπονο Ξενιτεμένου", το οποίο μελοποίησε εμπειρικά. Κατάφερε να δημοσιεύσει 300 ποιήματα σε 10 τεύχη, υπογράφοντας ως Ντίνος Χριστιανόπουλος. 

Το 1949, εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, "Εποχή των ισχνών αγελάδων", με δικά του έξοδα από τις εκδόσεις Κοχλία. Τα ποιήματα και η τόλμη της συλλογής να περιέχει ερωτικά θέματα σόκαρε πολλούς. Οι εκκλησιαστικοί κύκλοι στους οποίους μεγάλωσε, φυσικά τον απέρριψαν. Η κριτική ήταν αντίστοιχη και από τους καθηγητές του πανεπιστημίου και τον συντηρητικό Τύπο της πόλης. Μόνο λίγοι λογοτέχνες τον υποστήριξαν, μεταξύ των οποίων και ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

Το 1952 επανέκδοσε τη συλλογή του, ενώ ίδρυσε τις εκδόσεις και το περιοδικό "Διαγώνιος" σε συνεργασία με τον γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ, ο οποίος θα παρέμενε φίλος και συνεργάτης του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Μια μεγάλη προσωπικότητα

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν ήταν μόνο ποιητής και εκδότης, αλλά και διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Αφιερώθηκε στη μελέτη πολλών ελληνικών συγγραφέων και ποιητών, καθώς και στην ανάλυση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Επιπλέον, ίδρυσε την Αίθουσα Τέχνης της Διαγώνιου το 1974.

Η προσωπική ζωή του Ντίνου Χριστιανόπουλου γινόταν με τα χρόνια όλο και πιο τολμηρή. Αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του μέσω των γραπτών του, εξέφραζε την ερωτική αναζήτησή του με διακριτικότητα, αντιμετωπίζοντας ηθικούς φραγμούς. Ο ίδιος μετέτρεπε τη στέρηση, την ενοχή και την ταπείνωση σε λόγια και ποίηση. Η ποίησή του αντικατοπτρίζει τη μοναξιά, τους περιορισμούς και την αδυναμία που αντιμετώπιζε. Τα ποιήματά του δεν ήταν απλά πρωτοποριακά και μοντέρνα για την Ελλαδά, ήταν σοκαριστικά. «Βγάλτε τα ποιήματά μου από τα σχολικά βιβλία. Είναι ανήθικα.»

Το 2011, τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνεισφορά του στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης και τη γενικότερη ελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο, αρνήθηκε να το παραλάβει, αναφέροντας ότι τα βραβεία μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και ότι θεωρεί πως πρέπει να απομακρύνουμε την έννοια του αφεντικού από τις ζωές μας. Ο ίδιος είπε«Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε.» , «Σκεφτείτε πού έχει φτάσει ο ελληνικός πολιτισμός για να θεωρούμαστε καλοί ποιητές η Δημουλά κι εγώ.»

Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει καταξιωμένοι συνθέτες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Αργύρης Μπακιρτζής.

Στο σπίτι έως το τέλος της ζωής του υπήρχαν δυο πορτρέτα, δύο ανθρώπων που τον ενέπνευσαν και τον συντρόφευσαν. Ο ένας ήταν ο Καβάφης, τον οποίο ο Χριστιανόπουλος έλεγε ότι πρόλαβε για δύο χρόνια, εννοώντας ότι ο ίδιος γεννήθηκε δύο χρόνια πριν το θάνατο του Καβάφη και όχι φυσικά ότι τον γνώρισε. Ο δεύτερος ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, με τον οποίο υπήρξαν φίλοι και για τον οποίο ο Χριστιανόπουλος έγραψε πολλά, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να του δώσει στίχους. Για τον Τσιτσάνη η ποίηση του Χριστιανόπουλου δεν θα μπορούσε να ταιριάξει με τη μουσική του ρεμπέτικου.

Αντιμετωπίζοντας διάφορες περιπέτειες υγείας τα τελευταία χρόνια, φεύγει από τη ζωή στις 11 Αυγούστου 2020, σε ηλικία 89 ετών.

Εμείς μοιραζόμαστε μαζί σας ένα από τα αγαπημένα μας ποιήματά του και σας προσκαλούμε να γνωρίσετε το έργο του, ρίχνοντας μια ματιά εδώ.